- κιρκήσια
- κιρκήσια (sc. ἀγωνίσματα), τά, = Lat.A ludi Circenses, Arr.Epict.4.10.21.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κιρκήσια — ludi Circenses neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιρκήσιον — κιρκήσιον, τὸ (Α) συν. στον πληθ. τὰ κιρκήσια (ενν. ἀγωνίσματα) οι αγώνες που γίνονταν στον ρωμαϊκό ιππόδρομο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. circensis (Circenses ludi) < circus «ιππόδρομος» < circus «κύκλος»] … Dictionary of Greek